- καταπολέμησις
- καταπολέμ-ησις, εως, ἡ,A subduing, condemned by Poll.9.142.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καταπολεμήσει — καταπολέμησις subduing fem nom/voc/acc dual (attic epic) καταπολεμήσεϊ , καταπολέμησις subduing fem dat sg (epic) καταπολέμησις subduing fem dat sg (attic ionic) καταπολεμέω war down aor subj act 3rd sg (epic) καταπολεμέω war down fut ind mid 2nd … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπολέμησιν — καταπολέμησις subduing fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπολέμηση — η (AM καταπολέμησις) [καταπολεμώ] 1. καθυπόταξη με πόλεμο, κατανίκηση, υπερίσχυση, επικράτηση πάνω σε κάποιον ή κάτι («καταπολέμηση τού εχθρού») 2. ενέργεια ενάντια σε κάποιον ή σε κάτι, αγώνας για καταστολή ή εξόντωσή του (α. «καταπολέμηση τού… … Dictionary of Greek
καταπολεμήσῃ — καταπολεμήσηι , καταπολέμησις subduing fem dat sg (epic) καταπολεμέω war down aor subj mid 2nd sg καταπολεμέω war down aor subj act 3rd sg καταπολεμέω war down fut ind mid 2nd sg καταπολεμέω war down aor subj mid 2nd sg καταπολεμέω war down aor… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)